- σπινθηρόμετρο
- το, Ν(ηλεκτρ.) συσκευή που χρησιμοποιείται στη μέτρηση τής διηλεκτρικής αντοχής τών μονωτικών υλικών, αλλ. σπινθηριστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… … Dictionary of Greek